σάμψουχον — marjoram neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάμψουχον — τὸ, Α βλ. σάμψυχο … Dictionary of Greek
σαμψούχου — σάμψουχον marjoram neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμψούχῳ — σάμψουχον marjoram neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμψουχίζω — και, δ. γρφ., σαμψυχίζω Α [σάμψουχον / σάμψυχον] 1. μοιάζω με το φυτό σάμψουχον* («σαμψουχίζω τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.) 2. παθ. σαμψουχίζομαι μυρίζω όπως το φυτό σάμψουχον* … Dictionary of Greek
σαμψούχινος — και, δ. γρφ., σαμψύχινος, ίνη, ον, Α παρασκευασμένος με σάμψουχον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμψουχον / σάμψυχον + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
sampsuco — (Del lat. sampsuchum < gr. sampsukhon , medicina.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Mejorana, planta medicinal. * * * sampsuco (del lat. «sampsūchum», del gr. «sámpsouchon») m. *Mejorana (planta labiada). * * * sampsuco. (Del lat. sampsūchum, y … Enciclopedia Universal
σάμψυχο — τὸ / σάμψυχον, ΝΑ, και σάψυχο Ν, και σάμψουχον Α το γνωστό με την λόγια ονομασία φυτό Ορίγανον το αμάρακον, κοινώς γνωστό σήμερα ως ματζουράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
σάμψυχος — ἡ, Α το φυτό σάμψυχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάμψυχον / σάμψουχον*, κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
σαμψούχος — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλείστη γίνεται ἐν Αἰγύπτῳ ἄλλοι δὲ μάραθον καλοῡσι αὐτήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού σάμψουχον] … Dictionary of Greek
sampsuco — (Del lat. sampsūchum, y este del gr. σάμψουχον). m. mejorana … Diccionario de la lengua española